τυμπανούμαι

τυμπανούμαι
-όομαι, ΜΑ [τύμπανον]
προσβάλλομαι ή πάσχω από υδρωπικία
μσν.
1. είμαι τεντωμένος όπως είναι η επιφάνεια ενός τύμπανου, είμαι πολύ τεντωμένος
2. (σπάν. ο ενεργ. τ.) τυμπανῶ, -όω
τεντώνω, φουσκώνω κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”